Χρόνος συντέλεσης της απαλλοτρίωσης στην περίπτωση της αυτοαποζημίωσης για την δημιουργία της ζώνης παραλίας

Κατά πάγια νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων ακόμα και τις περιπτώσεις που υφίσταται κατά το νόμο περίπτωση αυτοαποζημίωσης των ιδιοκτητών της απαλλοτριωμένης έκτασης (πχ. ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις), για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης απαιτείται σε κάθε περίπτωση η πλήρης αποζημίωση, η οποία προσδιορίζεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση την πραγματική αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της πρώτης συζητήσεως ενώπιόν τους.

Και τούτο, διότι όπως έχει ήδη κριθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κάθε διάταξη που εισάγει αμάχητο τεκμήριο ωφέλειας των ακινήτων που αποκτούν λόγω απαλλοτρίωσης πρόσωπο σε κοινόχρηστο τμήμα (και κατ’ επέκταση των ακινήτων που τμήμα τους απαλλοτριώνεται για τη δημιουργία ζώνης παραλίας), αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Το τεκμήριο αυτό, μετά την έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων, εξακολουθεί να ισχύει ως μαχητό και συνεπώς, ο ισχυριζόμενος ότι το απομένον τμήμα του ακινήτου του δεν ωφελείται, αλλά αντιθέτως ζημιώνεται από την απαλλοτρίωση, μπορεί, αποδεικνύοντας το αντίθετο της τεκμαιρομένης ωφέλειας, δηλαδή την επικαλούμενη ζημία του και ανατρέποντας το ως άνω μαχητό τεκμήριο, να αποζημιωθεί και για την αυτοαποζημιούμενη έκταση του αρχικού ακινήτου (ΟλΑΠ 8/1999, ΑΠ 598/2001). Ήδη, το ως άνω τεκμήριο ρητά χαρακτηρίζεται ως μαχητό και με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 33 του Ν. 2971/2001 (ΟλΑΠ 11/2011). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος, όπως ίσχυε πριν από την αναθεώρησή του με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, σε συνδυασμό με τις σχετικές διατάξεις του ΝΔ 797/1971, προκύπτει ότι σε περίπτωση απαλλοτρίωσης ακινήτου καταβάλλεται στον ιδιοκτήτη αυτού πλήρης αποζημίωση. Σε περίπτωση δε απαλλοτρίωσης ακινήτου για τη δημιουργία ζώνης παραλίας, ο ιδιοκτήτης του ακινήτου αυτού, για το οποίο συντρέχει τυχόν περίπτωση αυτοαποζημίωσης, κατ’ εφαρμογή του τεκμηρίου της ωφέλειας, το οποίο καθιερώνει το άρθρο 6 παρ. 4 του ΑΝ 2344/1940, δικαιούται να προβάλλει ότι το τμήμα του ακινήτου του που εναπομένει στην κυριότητά του μετά την απαλλοτρίωση, παρά το ότι αποκτά πρόσωπο επί κοινοχρήστου τμήματος, δεν υφίσταται αύξηση αλλά μείωση της αξίας του και ότι αυτός στερείται της πλήρους αποζημίωσης που θα δικαιούταν και για την έκταση αυτή του απαλλοτριούμενου ακινήτου του που χαρακτηρίζεται ως αυτοαποζημιούμενη. Οι ανωτέρω δε αιτιάσεις μπορούν να προβληθούν ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, ώστε να ανατραπεί το ανωτέρω μαχητό τεκμήριο ωφέλειας, με επίκληση και όλων εκείνων των στοιχείων, στα οποία στηρίζει τη μείωση της αξίας του ακινήτου του, την οποία τα όργανα του Δημοσίου, ούτε οφείλουν αλλά ούτε και δύνανται, κατά κανόνα, να γνωρίζουν, αφού αυτή συναρτάται με στοιχεία και δεδομένα, τα οποία δεν είναι πάντοτε αντικειμενικά αλλά μπορεί να συνάπτονται με άλλα εκτός της απαλλοτριώσεως στοιχεία, αναγόμενα σε ιδιαίτερες πολεοδομικές και άλλες συνθήκες στο πρόσωπο του ιδιοκτήτη, στην τυχόν ιδιαίτερη χρήση ή στον προορισμό της ιδιοκτησίας (ΣτΕ 12/2010).

Κατά τις ανωτέρω, δηλαδή, διατάξεις, συνταγματικές και κοινές, στον ιδιοκτήτη ακινήτου που απαλλοτριώνεται απόκειται να ισχυρισθεί και να αποδείξει ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών δικαστηρίων ότι το τμήμα του ακινήτου του που απομένει μετά την απαλλοτρίωση υφίσταται μείωση της αξίας του και ότι, κατά συνέπεια, δεν υπάρχει αυτοαποζημιούμενο τμήμα του απαλλοτριωθέντος ακινήτου του, αφού αυτός από τη συγκεκριμένη απαλλοτρίωση δεν υφίσταται καμία ωφέλεια.

Ως εκ τούτου, για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης της ζώνης παραλίας, παρά την υποχρέωση αυτοαποζημίωσης του άρθρου 6 παρ. 4 του ΑΝ 2344/1940, απαιτείται σε κάθε περίπτωση ο δικαστικός καθορισμός της οφειλόμενης αποζημίωσης.