Η ακυρότητα της σύμβασης οδηγού ΚΤΕΛ λόγω της μη κατοχής βιβλιαρίου υγείας

ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗ ΑΞΙΩΣΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΜΙΣΘΟΥΣ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ ΛΟΓΩ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕ ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΟΥ

Σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 1 περ. δ ΠΔ 229/1994: «Κανείς δεν μπορεί να προσληφθεί ως τακτικός ή έκτακτος υπάλληλος του ΚΤΕΛ, εφόσον δεν έχει τα παρακάτω, γενικά και ειδικά, ανάλογα με την περίπτωση, προσόντα …. 1. ΓΕΝΙΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ …. α) …. δ) Ειδικά για τους οδηγούς, αλλά και όλο το προσωπικό κινήσεως, πρέπει να είναι κατάλληλοι από άποψη υγείας για την εργασία που προορίζονται να εκτελέσουν. Η σχετική καταλληλότητα, καθ’ όλη τη διάρκεια που υφίσταται η σύμβαση εργασίας, πιστοποιείται από ιατρούς που έχουν συμβληθεί, με υπηρεσίες του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών ή από ιατρούς του ΙΚΑ, σύμφωνα με τα ισχύοντα, κατά περίπτωση. Τα πιστοποιητικά ισχύουν για δώδεκα (12) μήνες από της εκδόσεως των». Από τις παραπάνω διατάξεις, οι οποίες έχουν εφαρμογή και μετά τη μετατροπή των ΚΤΕΛ σε ανώνυμη εταιρία, η οποία υποκαθιστά αυτοδίκαια και χωρίς άλλη, διατύπωση τα ΚΤΕΛ σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του (αρθρ. 1, 2, 3 παρ. 1, 6, 10 Ν. 2963/2001), προκύπτει ότι για την πρόσληψη του οδηγού λεωφορείου των ΚΤΕΛ απαιτείται, εκτός των άλλων, αυτός να είναι κατάλληλος από άποψη υγείας για την εργασία. Η καταλληλότητα του πιστοποιείται αρμοδίως από ιατρούς υπηρεσιών που έχουν συμβληθεί με υπηρεσίες του Υπουργείου Μεταφορών ή από ιατρούς του ΙΚΑ. Τα πιστοποιητικά υγείας ισχύουν για ορισμένο χρόνο και δη για δώδεκα (12) μήνες από της εκδόσεώς τους. Επομένως, αν δεν εκδοθεί και δεν προσκομιστεί τέτοιο πιστοποιητικό κατά την πρόσληψη του υπαλλήλου (οδηγού) του ΚΤΕΛ, η σύμβαση εργασίας, ως αντικείμενη στις πιο πάνω διατάξεις δημόσιας τάξεως είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μη έγινε (ΑΚ 174, 180, βλ. ΑΠ 51/2005, ΕΕργΔ 2005 – 644, ΑΠ 1129/1998, ΕΕργΔ 1999 – 409, ΑΠ 1435/1991). Αλλά και εάν κατά τη διάρκεια της συμβάσεως ο οδηγός δεν υποβάλλεται ανά 12μηνο στις ιατρικές (κατά τα παραπάνω) εξετάσεις και έχει λήξει η 12μηνη ισχύς του ιατρικού πιστοποιητικού και πάλι η σύμβαση εργασίας καθίσταται άκυρη και παύει να ισχύει (ΑΠ 51/2005, ΑΠ 1129/1998). Επί άκυρης (αρχικά ή μεταγενέστερη) σύμβασης εργασίας, σε περίπτωση διακοπής της απασχόλησης του μισθωτού, ο εργοδότης δεν υποχρεούται στην καταβολή αποζημίωσης και σε περίπτωση που δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού δεν καθίσταται υπερήμερος και δεν οφείλει, κατά συνέπεια, μισθούς υπερημερίας και δεν υποχρεούται σε  (ΑΠ 205/1999, ΕλΔ/νη 40 – 1066, ΑΠ 254/1995, ΔΕΝ 1995 – 1252, ΑΠ 350/1995, ΕΕΝ 1996 – 292, ΕφΛαρ 286/2006, Δικογραφία 2006 – 486, ΕφΘεσ 959/2004, Αρμ. 2004 – 1013, ΕφΘεσ 582/2002, ΕλΔ/νη 2004 – 551).

Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων, τόσο κατά την αρχική πρόσληψή του, όσο και κατά τη διάρκεια εν γένει της εργασίας του, δεν ήταν εφοδιασμένος με πιστοποιητικά υγείας, όπως οι πάνω διατάξεις δημόσιας τάξεως ορίζουν. Ως εκ τούτου, η απασχόλησή του ήταν σε κάθε εξ υπαρχής άκυρη, με αποτέλεσμα σε περίπτωση ακόμα και άκυρης καταγγελίας της σύμβασής του, να μην δικαιούται την καταβολή μισθών υπερημερίας.