Η συγγνωστή πλάνη ως προς το ποσό της αποζημίωσης απόλυσης εργαζομένου

ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΠΕΡΙ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΟΥ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΜΕΙΩΜΕΝΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 3 Ν. 3198/1955 και άρθρων 1 και 3 Ν. 2112/1920 προκύπτει ότι, για να είναι έγκυρη η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη, πρέπει να καταβληθεί συγχρόνως η οφειλόμενη αποζημίωση. Η μη καταβολή ολόκληρης της αποζημίωσης ή άλλως η καταβολή ελλιπούς αποζημίωσης συνεπάγεται το δικαίωμα του μισθωτού είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει μισθούς υπερημερίας είτε, παραιτούμενος από το δικαίωμα προσβολής της καταγγελίας ως άκυρης, να ζητήσει την καταβολή του υπολοίπου της αποζημίωσης. Όμως, η καταγγελία δεν είναι άκυρη και ο εργοδότης δεν γίνεται υπερήμερος, σύμφωνα με τα άρθρα 288 και 342 ΑΚ, αν αυτός προβάλει και αποδείξει κατ’ ένσταση, ότι η μη καταβολή ολόκληρης της αποζημίωσης οφείλεται σε παραδρομή ή σε εύλογη αμφιβολία ή σε συγγνωστή πλάνη ως προς τη συνδρομή προϋποθέσεων χορήγησης αυτής (αποζημίωσης) ή ως προς το αληθές ύψος της, οπότε στην περίπτωση αυτή το κύρος της καταγγελίας διασώζεται και ο μισθωτός δύναται να ζητήσει μόνο την καταβολή ή την συμπλήρωση της αποζημίωσης. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί συγγνωστής πλάνης θεμελιώνει ένσταση του εναγομένου κατά της αγωγής του εργαζομένου με την οποία διώκεται η αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας εξαιτίας μη καταβολής ή ελλιπούς καταβολής αποζημιώσεως (ΑΠ 455/2013 ΑΠ 723/2011, 311/2010 και ΑΠ 748/2010). Στην προκειμένη περίπτωση καταβάλαμε το ποσό της αποζημίωσης, όπως αυτό προέκυπτε από τις τηρούμενες μισθοδοτικές καταστάσεις και με βάση τις καταβαλλόμενες στον ενάγοντας αποδοχές του, τις οποίες ουδέποτε είχε αμφισβητήσει στο παρελθόν. Ως εκ τούτου, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι δεν καταβλήθηκε στον ενάγοντα το σύνολο της οφειλόμενης αποζημίωσης, η μη καταβολή ολόκληρης της αποζημίωσης οφείλεται σε εύλογη αμφιβολία ως προς το αληθές ύψος της. Ειδικότερα, καταβάλαμε στον ενάγοντα ως αποζημίωση το ποσό των …. €, το οποίο υπολογίστηκε με βάση τη μισθοδοσία του, ενώ ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έπρεπε να λάβει ως αποζημίωση το ποσό των …. €, συνυπολογίζοντας στο μισθό του και τις προσαυξήσεις του μισθού του για νόμιμες υπερωρίες και προσαυξήσεις, τις οποίες διεκδικεί με την παρούσα αγωγή του, ήτοι απαίτηση που δεν έχει ακόμα εκκαθαριστεί. Ακόμα λοιπόν και αν γίνει δεκτό ότι καταβλήθηκε στον ενάγοντα μειωμένη αποζημίωση, η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών συναλλακτικών ηθών και τις συγκεκριμένες συνθήκες της προκειμένης περίπτωσης, δεν είναι άκυρη, καθόσον το ποσό που καταβλήθηκε ως αποζημίωση, στον ενάγοντα είναι κατ’ ολίγον μικρότερο από τη νόμιμη αποζημίωση, σε κάθε δε περίπτωση οι αρμόδιοι υπάλληλοι του λογιστηρίου μας, εύλογα και δικαιολογημένα υπολόγισαν την αποζημίωση με βάση τις αποδοχές του ενάγοντα, όπως ήταν, σύμφωνα με τις τηρούμενες μισθοδοτικές καταστάσεις. Ως εκ τούτου, κατ’ αποδοχή της παρούσας ένστασης, πρέπει να απορριφθεί ο αγωγικός ισχυρισμός του για ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης του, λόγω μη καταβολής ολόκληρης της οφειλόμενης αποζημίωσης, ως αβάσιμος.